ΚΑΪΝ ΚΑΙ ΑΒΕΛ
ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ | Κεφάλαιο 9
Ο άνθρωπος που διαισθάνεται την αξία της Αγάπης και της Πνευματικής κυριαρχίας, φροντίζει να ταξινομεί την εσωτερική του υπόσταση με τις δικές τους υποδείξεις. Και μια τέτοια ταξινόμηση δεν μπορεί παρά να φέρει τα ευεργετικά αποτελέσματά της και να οδηγήσει με σίγουρο και αλάθητο τρόπο στην πηγή των υποδείξεων: Στην Αιώνια, Άπειρη Αγάπη, στο Άναρχο Πνεύμα, που εξυψώνει, ενοποιεί, μεταλλάζει τα πάντα.
Η πρώτη οικογένεια των ανθρώπων που αναφέρεται στην Παλαιό Διαθήκη, παραμένει σαν ορόσημο μέσα στους αιώνες. Δεν επισημαίνει εξωτερικά γεγονότα, αλλά διεισδύει σε βαθύτερα νοήματα, με σκοπό να αποκαλύψει το τραγικό σφάλμα που συντελείται μέσα στον άνθρωπο, ανεξάρτητα από την εποχή, χωρίς ο ίδιος να καταλαβαίνει τις συνέπειές του.
Φανταστείτε τους γιους αυτής της οικογένειας, τον πρωτότοκο Κάιν και τον αδελφό του Άβελ, να προσφέρουν τις θυσίες τους στον Θεό. Φανταστείτε τον εξαγριωμένο Κάιν την ώρα του φόνου, καθώς και την απόγνωσή του, όταν καλείται από τον Θεό. Προσπαθήστε μέσα από την απλότητα των λέξεων να εισχωρήσετε στις έννοιες που αναγάγουν το ανθρώπινο δράμα σε κατάσταση συνείδησης, σε κρίση και δοκιμασία του κάθε ανθρώπου. Γιατί ο Κάιν και ο Άβελ υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο και απ’ αυτόν εξαρτάται η επανάληψη ή το τέλος της ιστορίας τους.
Ο Κάιν, ο πρωτότοκος γιος του Αδάμ και της Εύας, ήταν γεωργός. Ασχολείτο με τη γη. Η ασχολία του δείχνει την άμεση εξάρτησή του από τους γήινους νόμους. Συμβολίζει το μέρος της συνείδησης του ανθρώπου, που στερείται έστω και υποτυπώδους Πνευματικής ζωής και κυβερνάται από την ύλη. Είναι η υλική συνείδηση, η οποία δέχεται ερεθισμούς μόνο από υλικά αίτια. Τα συναισθήματα και ακόμα περισσότερο οι Πνευματικές ιδέες δεν μπορούν να την αγγίξουν, γιατί δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν. Κατέχεται από υλόφρονες σκέψεις και κυριαρχικές τάσεις. Το πεδίο, που μπορεί να εκδηλωθεί, είναι περιορισμένο. Γι’ αυτό αγωνίζεται να το έχει όλο υπό την εξουσία της, να ανήκει στη δική της επικράτεια. Το μόνο που γνωρίζει, είναι η απόκτηση. Οι νόμοι της ύλης αυτό τη διδάσκουν.
Ο εγωισμός και η φιλαυτία και η συσσώρευση υλικών πραγμάτων είναι οι ακλόνητες αρχές της. Οτιδήποτε αντιστέκεται Σ’ αυτές και τις υποσκάπτει, φροντίζει να το ενδύσει με ύλη για να το αποδυναμώσει. Η υλική συνείδηση δεν αναγνωρίζει το Πνεύμα. Δέχεται όμως Αυτό σαν υπαρκτό, χωρίς να ασκεί καμιά επιρροή επάνω της. Αποτείνεται Σ’ Αυτό περισσότερο από συνήθεια και λόγω των επικρατούν- των αντιλήψεων. Καμιά ευλάβεια ή έστω δέος όμως δεν τη διαπερνά. Γι’ αυτό προσφέρει, χωρίς να συναισθάνεται το λάθος της, τους καρπούς των γήινων έλξεών της. «ήνεγκε Κάιν από των καρπών της γης θυσίαν τω Κυρίω» (Γεν. Δ΄, 3). Και φυσικά η προσφορά της δεν γίνεται αποδεκτή. Ο Κάιν, η υλική συνείδηση, είναι το γήινο, το φυσικό σώμα και δίκαια ο Απόστολος Παύλος ήθελε τον ονομάσει «η σαρξ».
Ο Άβελ, ο δεύτερος γιος του Αδάμ και της Εύας, ήταν ποιμήν προβάτων. Η εργασία του δείχνει την ικανότητά του να κατευθύνει και να οδηγεί με τρόπο σωστό όλες τις ζωικές λειτουργίες (πρόβατα). Συμβολίζει το τμήμα της συνείδησης του ανθρώπου, που συνταυτίζει το Πνευματικό με το υλικό και παραχωρεί στο Πνεύμα τη μερική κυριαρχία. Δεν είναι βέβαια η εξυψωμένη συνείδηση, που αντικρίζει τα πάντα από το Πνευματικό της ύψος και αγνοεί τις υλικές προσκολλήσεις. Δέχεται όμως τις Θείες Πνευματικές Αναπάλσεις και προσπαθεί να εντάξει όλες τις κατώτερες λειτουργίες υπό Πνευματική Καθοδήγηση και να τις περιορίσει στο ελάχιστο, επιδιώκοντας να τις εξαφανίσει. Είναι η συναισθηματική συνείδηση, ο προάγγελος της Ανώτερης Πνευματικής Συνείδησης.
Σ’ Αυτήν φτάνουν τα μηνύματα του Θείου, παραποιημένα βέβαια πολλές φορές από τη συναισθηματική της φύση. Μέσα της υπάρχουν τα ιδανικά, οι αξίες, τα απαραίτητα στοιχεία, που θα τη βοηθήσουν να εντρυφήσει στην Αλήθεια και να εξυψωθεί. Διακατέχεται από θερμή επιθυμία για άνοδο και διαθέτει τον εαυτό της, στην εξυπηρέτηση του σωστού και του δικαίου. Υπακούει στο Πνεύμα, στον Θεό, και προσφέρει προς Αυτόν, ως θυσία, τα πάθη της που κάθε φορά ξεπερνά, «και Άβελ ήνεγκε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού και από των στεάτων αυτών» (Γεν. Δ΄, 4). Γνωρίζει ότι απευθύνεται προς Πνευματική, Άπειρη και Άυλη Υπόσταση και νιώθει την Παντοδυναμία και την Αγαθότητα Αυτής, καθώς και την εξάρτησή της, την επαφή της με Αυτήν. Η πραγματική θυσία της και η συναίσθηση της Θείας Αρχής της (της συναισθηματικής συνείδησης), της επιτρέπουν να δέχεται την Ευλογία και το Έλεος του Θεού.
Κατά το φόνο του Άβελ από τον Κάιν, η υλική συνείδηση εξεγείρεται και επιτακτικά απαιτεί τον άνθρωπο. Η συναισθηματική συνείδηση, που ακόμη δεν είναι καλά εδραιωμένη, δέχεται την επίθεση της υλικής συνείδησης. Τα πάθη και οι κατώτερες λειτουργίες, που προσπαθεί να καταπνίξει και να εντάξει κάτω από Πνευματικούς Νόμους, ξεφεύγουν από τον έλεγχό της και τίθενται με το μέρος του σώματος, της ύλης. Η υλική συνείδηση γνωρίζει πως πρέπει ν’ αγωνιστεί, γιατί η μοναδική της ασχολία είναι να καταστρώνει σχέδια, για την επέκταση του μικρού χώρου που κατέχει. Είναι ύπουλη, αδίστακτη και χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να κατορθώσει το σκοπό της. Πολιορκεί από όλες τις μεριές τη συναισθηματική συνείδηση, που δεν γνωρίζει ούτε τον τρόπο για να αμυνθεί. Κλονίζει τις αρχές της και διεισδύει- όπου αντικρίζει χώρο- δικά της στοιχεία. Η συναισθηματική συνείδηση βρίσκεται σε σύγχυση. Βλέπει τις επιτεύξεις της να διαλύονται και τις προσπάθειες για καθυπόταξη των υλικών έλξεων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, αφού αμέσως ξέφυγαν από τον έλεγχό της. Αντί να αντιταχθεί στην ύλη, αδύναμη ακόμη, σκεπάζεται από αυτήν χάνοντας έτσι τη μικρή επαφή με το Πνεύμα, που η μόνη επιθυμία της και η εντατική αφοσίωσή της της χάρισε. Γνωρίζει τις λανθασμένες κινήσεις της και κατακρίνει τον εαυτό της, για την χωρίς διαμαρτυρία παράδοσή της, εξαιτίας της ασταθούς της βάσης. Μπορεί ακόμα να διακρίνει το Πνεύμα, γιατί ενυπάρχουν Σ’ αυτήν στοιχεία Του. Όμως δεν αποδείχτηκε άξιος μαχητής Του, ούτε ειλικρινής οπαδός Του, αφού τόσο εύκολα κατακτήθηκε και επέδειξε μεγάλη αστάθεια έναντι της Θείας Δωρεάς Του.
Μετά μια τέτοια μάχη ο άνθρωπος υλοκρατείται. Το σώμα του κυριαρχεί. Οι υλικές έλξεις, τα κατώτερα αισθήματα, οι ζωικές λειτουργίες, το ένστικτο, η καταπάτηση κάθε ιδεώδους και οι απάνθρωπες πράξεις τον χαρακτηρίζουν. Παραδίδεται στη φθορά, προσκυνάει τη φθορά. Μετατρέπεται σε έναν οργανισμό, που απλά εκτελεί τους ανάλογους μηχανισμούς για να διατηρηθεί. Τα πάντα γίνονται μηχανικές ενέργειες, χωρίς καμιά ουσιαστική σημασία. Η υλική συνείδηση δεν εφόνευσε μόνο και το παραμικρό μόριο αγάπης ή άλλου συναισθήματος. Εισχώρησε μέσα στην ψυχή και άγγιξε με το δηλητήριό της κάθε Πνευματική επιδίωξη, που υπήρχε κρυμμένη μέσα στον άνθρωπο, καταδικάζοντάς την σε θάνατο. Συγχρόνως παρεμπόδισε την κίνηση του νου, θέτοντας μπροστά του τα δύσβατα εμπόδιά της. Ο νους σταμάτησε να προβληματίζεται, να αναζητά, να ανιχνεύει. Σαν φυσική συνέπεια έρχεται η στειρότητα, όχι μόνο η Πνευματική και συναισθηματική, αλλά και η διανοητική. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να προσφέρει τίποτα στον εαυτό του. Έχει αναλώσει όλες τις δυνάμεις του για λάθος σκοπούς.
Η υλική συνείδηση, που είναι ο δράστης και ο υπαίτιος αυτής της κατάστασης, αρνείται την ενοχή της. «Ου γινώσκω· μη φύλαξ του αδελφού μου ειμί εγώ» (Γεν. Δ΄, 9). Όμως η συναισθηματική συνείδηση, η οποία υπάρχει ακόμα, παρ’ όλο που τη μαστίζουν τα πάθη και την καλύπτουν στρώματα ύλης, γνωρίζει την Αλήθεια. Η φωνή της εξέρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης υπόστασης και αιτεί τη δικαίωση και την αποκατάστασή της. Αποτείνεται προς το Πνεύμα, που ατενίζει, παρόλη τη μειονεκτική της θέση. Ικετεύει τον Κύριο και Θεό, ζητώντας βοήθεια και ανακούφιση. Η φωνή της, φωνή Ζωής, διαπερνά την υλική συνείδηση, που νεκρώνει τα πάντα και εξέρχεται με ένταση να συναντήσει τη Ζωή. «Και είπε Κύριος· τι πεποίηκας; φωνή αίματος του αδελφού σου βοή προς με εκ της γης» (Γεν. Δ΄, 10).
Η υλική συνείδηση ταράζεται από το Ρεύμα, που νιώθει να την αγγίζει. Αρχίζει πάλι τον αγώνα της για να αποδείξει τη σταθερότητά της. Όμως ο άνθρωπος, που μέχρι τώρα ήταν πειθήνιο όργανό της, έχει πάψει να την ακολουθεί. Έχει πέσει στην αθλιότητα, έχει βυθιστεί στην απογοήτευση. Καμιά ευχαρίστηση δεν του προσφέρουν οι ωραιοποιημένες ψευδαισθήσεις και οι υλικές απολαύσεις. Καμιά υλική φιλοδοξία ή στόχος δεν τον κεντρίζει για μια καινούργια περιοδεία μέσα στην ύλη. «Ότε έργα την γην, και ου προσθήσει την ισχύν αυτής δούναι σοι· στένων και τρέμων έση επί της γης» (Γεν. Δ΄, 12). Η ύλη του πρόσφερε το φθαρτό βασίλειό της, αλλά του αφαίρεσε τη Ζωή του. Χωρίς Αυτήν όμως δεν μπορεί ούτε στην ύλη να υπακούσει. Γιατί είναι η κινητήρια δύναμη, που μόλις εκλείψει, σταματά κάθε εσωτερική λειτουργία και ο άνθρωπος οδηγείται σε μαρασμό. Η υλική συνείδηση κατανοεί, ότι μέσα στην κατακτητική μανία της εξουδετέρωσε όχι μόνο την Πνευματική Υπόσταση, αλλά και τη Νοητική. Καταλαμβάνεται από τύψεις και στρέφεται εναντίον του εαυτού της. Ωθείται στην αυτό καταστροφή της. Καταδικάζεται από τον άνθρωπο, που την υπηρέτησε, χωρίς να του προσφέρει κανένα βραβείο, καμιά ικανοποίηση ή ισχύ. Ο φυσικός άνθρωπος αισθάνεται τον εκφυλισμό του και τείνει να εκδικηθεί, συνεργαζόμενος με τις νεκρωμένες, αδρανούσες ιδιότητες, την ανικανότητα που εθελουσίως δημιούργησε, «και έσται πας ο ευρίσκων με, αποκτενεί με» (Γεν. Δ΄, 14).
Ο Θείος Νόμος όμως δεν επιτρέπει την εκούσια φθορά και καταστροφή του σώματος από τον άνθρωπο. Μέσα του εκτός από την υλική συνείδηση που τον καταδυνάστευσε, υπάρχει και η συναισθηματική. Εντός αυτής βρίσκεται καλυμμένη η Θεία Καταβολή, το Θείο Σπέρμα, που εναπόθεσε ο Πατέρας – Θεός. Είναι η Θεία Πνοή και Πηγή, η Θεία Αρχή κάθε δημιουργήματος. Ο υλοκρατούμενος άνθρωπος πρέπει να σεβαστεί τη Θεία Καταγωγή του. Μπορεί το βάρος των αμαρτημάτων του να είναι μεγάλο και η παρέκκλιση από την πορεία του τεράστια, όμως η Θεία Σφραγίδα που φέρει μέσα του απαιτεί να διατηρήσει τη ζωή του. Το σώμα, ο φυσικός άνθρωπος, που περικλείει τη Θεία Ουσία, υπάγεται στους Νόμους του Πνεύματος, γιατί οτιδήποτε δημιουργήθηκε από τον Θεό ακολουθεί τους Νόμους, «και έθετο Κύριος ο Θεός σημείον τω Κάιν του μη ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν» (Γεν. Δ΄, 15). Το σώμα εξυπηρετεί την εμφάνιση της Θείας Καταγωγής και της επικράτησής Της. Όταν ο άνθρωπος το χρησιμοποιήσει διαφορετικά, πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της πράξης του. Πρέπει να δεχτεί αδιαμαρτύρητα την ανεπαρκή, ανύπαρκτη σχεδόν, Πνευματική ανάπτυξη, την υλική εγρήγορση και τα κακά, που πηγάζουν από αυτές, «εξήλθε δε Κάιν από προσώπου του Θεού και ώκησε εν γη Ναΐδ κατέναντι Εδέμ» (Γεν. Δ΄ 16). Ο άνθρωπος είναι αναγκαίο να ζήσει μέσα στην ύλη, για να κατανοήσει την αξία της Πνευματικής Ζωής, που ορθώνεται μπροστά του.
Η αδελφική σχέση ανάμεσα στον Κάιν και στον Άβελ δεν είναι χωρίς σημασία. Δηλώνει την επιρροή και σύνδεση της υλικής και συναισθηματικής συνείδησης. Η υλική συνείδηση μπορεί να αναχθεί σε συναισθηματική, καθώς και η συναισθηματική να υποβιβαστεί σε υλική. Καθεμιά από τις συνειδήσεις αυτές περιέχει εντός της στοιχεία της άλλης. Ο άνθρωπος σαν πρώτο στάδιο κατέχεται από την υλική συνείδηση (πρωτότοκος γιος, Κάιν). Κατά την εξέλιξή του όμως εκμεταλλευόμενος τα λίγα ενυπάρχοντα Σ’ αυτήν στοιχεία της υψηλότερης συναισθηματικής συνείδησης (δεύτερος γιος, Άβελ) ανέρχεται και την εκδηλώνει. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να ακολουθήσει πορεία ανόδου, πρέπει οι δύο συνειδήσεις να ταυτιστούν, να ενωθούν με αδιάσπαστους δεσμούς (αδελφική σχέση, Αγάπη και κατ’ επέκταση Πνεύμα). Μόνο τότε ο άνθρωπος από το πρώτο σκαλοπάτι (Κάιν) μπορεί να ανέβει στο δεύτερο (Άβελ) και να πλησιάσει τον Θεό. Οποιαδήποτε διαμάχη ανάμεσά τους, καθηλώνει και εγκλωβίζει τον άνθρωπο. Η συναισθηματική συνείδηση δεν πρέπει να εξολοθρεύσει την υλική. Αντίθετα, είναι αναγκαίο να την αναβιβάσει. Αν επιζητήσει την καταστροφή της, ταυτόχρονα κλονίζει και τη δική της βάση. Πρέπει να την αγκαλιάσει και να την αναγκάσει αργά και σταθερά να υπακούσει στις εντολές του Πνεύματος. Μόνο τότε ο άνθρωπος θα μπορέσει να αποφύγει τις παγίδες, που οι δύο αυτές συνειδήσεις διατηρούν λόγω της ατέλειάς τους. Μόνο τότε θα μπορέσει να προετοιμάσει το έδαφος του, να κατευνάσει τα πάθη του, για να δεχτεί την Ευλογία της Ανώτερης Πνευματικής Συνείδησης. Όσο τις διατηρεί μέσα του ασυμβίβαστες, οι παγίδες είναι ορθάνοιχτες, έτοιμες να τον καταποντίσουν. Όταν τις συνταυτίσει και τις βάλει στην αυτή πορεία, αλληλοσυμπληρώνονται και αποφεύγουν μόνες τους τα λάθη, γιατί διακατέχονται από επιθυμία για άνοδο και επίτευξη του σκοπού που αντικρίζουν μπροστά τους.
Ο άνθρωπος που διαισθάνεται την αξία της Αγάπης και της Πνευματικής κυριαρχίας, φροντίζει να ταξινομεί την εσωτερική του υπόσταση με τις δικές τους υποδείξεις. Και μια τέτοια ταξινόμηση δεν μπορεί παρά να φέρει τα ευεργετικά αποτελέσματά της και να οδηγήσει με σίγουρο και αλάθητο τρόπο στην πηγή των υποδείξεων: Στην Αιώνια, Άπειρη Αγάπη, στο Άναρχο Πνεύμα, που εξυψώνει, ενοποιεί, μεταλλάζει τα πάντα.