Το Θείο προνόμιο της αυτοδιάθεσης
Το Θείο προνόμιο της αυτοδιάθεσης
Μόνο ο Θεός κατέχει το προνόμιο της αυτοδιάθεσης, που Του επιτρέπει να Ζει και στην Εισπνοή – Εκπνοή Του. Τα κύτταρα στον ανθρώπινο οργανισμό ανανεώνονται συνέχεια, εξασφαλίζοντάς μας τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κύτταρα του Εκδηλωμένου Θεού. Εμείς είμαστε τα κύτταρά Του που με τους συνεχείς θανάτους και ξαναγεννήσεις μας, με τη συνεχή μεταλλαγή μας Του εξασφαλίζουμε την ατέρμονα ζωή Του. Ωστόσο, υπάρχει Θεός σε Εκδήλωση, Θεός σε Αφάνεια, Θεός σε Απόρροια και Θεός σε Δόξα.
Ο Άνθρωπος του υλικού Σύμπαντος – Κόσμου, το λογικό πλάσμα με τη θεία καταβολή, που, μια από τις μορφές του, είμαστε εμείς οι άνθρωποι της Γης, έχει συστατικά απ’ όλη την κλίμακα του Κόσμου. Ορατά και αόρατα, δηλαδή βαριάς ύλης και αόρατης, αιθέριας μορφής, που, ωστόσο, κι αυτή προέρχεται από ύλη σε διαφορετική σύνθεση και πύκνωση. Τα πάντα στο υλικό Σύμπαν μας είναι δομημένα από διάφορο βαθμό πύκνωσης της ύλης, ακόμη κι οι πιο αιθέριες καταστάσεις.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτα στον Κόσμο, που να μην μπορεί ο Άνθρωπος να προσδιορίσει και να ζήσει σ’ αυτό.
Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Δηλαδή να υπάρχει το Υπάρχον χωρίς αντίστοιχη, αρμόδια υπόσταση να το αντιληφθεί και να δικαιώσει το λόγο της Ύπαρξής του; Θα έμοιαζε τότε με κάποιον που κατασκευάζει ένα βιολί για έναν που δεν έχει χέρια.
Έτσι ο Άνθρωπος είναι τα χέρια που προορίζονται να εντοπίσουν και να φανερώσουν το Υπάρχον – Θείον και να δικαιολογήσουν τον προορισμό του βιολιού – Κόσμου.
Κόσμος και Άνθρωπος, λοιπόν, έχουν αλληλοεξάρτηση και στενή συνεργασία.
Η δημιουργία του Υλικού Κόσμου, δηλαδή των ουράνιων σωμάτων, ορατών ή μη, συμπορεύεται με τη δημιουργία του Ανθρώπου. Και οι δυο δημιουργίες ξεκίνησαν από μια δίδυμη, Θεία Ιδέα. Από την τάση προβολής του Θείου στον Εαυτό του. Από την Ιδέα στην Υπόσταση. Από την Εξωστρέφεια στην Εσωστρέφεια.
Ο Θεός είναι το Υπάρχον, ο Δημιουργός των ουράνιων σωμάτων και των όντων. Βρίσκεται όμως και στα ουράνια σώματα και στα όντα, μοιάζοντας έτσι με πολύκλαδο δέντρο που είναι συγχρόνως και τα κλαριά και οι ρίζες μα και ο αρχικός, πρωτογενής σπόρος. Μ’ αυτή την έννοια τα πάντα έχουν Θεό.
Μα έχουν Θεό και τα καχέκτυπα της Δημιουργίας και οι αρνητές πολέμιοί της, απορείτε; Ναι, έχουν! Δεν υπάρχει τίποτα στη Θεία Πανδημιουργία που να μην έχει έστω Θεία Ενέργεια. Διαφορετικά, θα ήταν νεκρό. Διαφορετικά, θα έπρεπε να υπάρχει μια χωριστή Δημιουργία κι ένας δεύτερος Θεός με άλλους νόμους.
Θεωρείτε το Θεό κάλλος άφθαστο, αγαθότητα άπειρη και αρμονία τέλεια. Μα αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι περιοριστικοί μιας απροσμέτρητης και αχαρακτήριστης για μας Δύναμης, που υπόκειται στους δικούς Της νόμους και προγραμματισμό.
Λέτε ακόμη πως ο Θεός αναμένει την τελειότητα του Ανθρώπου για να κλείσει τη Δημιουργία του, λες κι είναι ο ορφανεμένος Πατέρας που περιμένει καρτερικά την επιστροφή των ασώτων.
Μέσα στην πληρότητά Του δεν περιμένει τίποτα. Εκδηλώνεται! Όπως ο Άνθρωπος κάνει τη διαδρομή του μέσα στο χρόνο, το ίδιο κι ο Θεός εκδηλώνει την εσωτερική Του ανάγκη για αυξομείωση της ακτινοβολίας Του, για Εξωστρέφεια, κι Εσωστρέφεια. Όταν έρχεται η ώρα της διπλής Του κίνησης, τα όντα θα υποστούν τα αποτελέσματά της.
Είναι δυνατό ο Θεός να περιμένει πότε κι ο τελευταίος άνθρωπος των τόσων κατοικημένων σφαιρών Του θ’ αποφάσιζε να θεωθεί, ώστε Εκείνος να εκδηλώσει μια τάση Του; Το άνοιγμα της βεντάλιας Του θ’ ακολουθήσει το κλείσιμό της στο δικό Του, άγνωστο για μας, χρόνο. Σ’ αυτές τις περιόδους τα όντα διαστέλλονται και συστέλλονται από την αυξομείωση του Φωτός. Ζουν και πεθαίνουν.
Μόνο ο Θεός κατέχει το προνόμιο της αυτοδιάθεσης, που Του επιτρέπει να Ζει και στην Εισπνοή – Εκπνοή Του.
Τα κύτταρα στον ανθρώπινο οργανισμό ανανεώνονται συνέχεια, εξασφαλίζοντάς μας τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κύτταρα του Εκδηλωμένου Θεού. Εμείς είμαστε τα κύτταρά Του που με τους συνεχείς θανάτους και ξαναγεννήσεις μας, με τη συνεχή μεταλλαγή μας Του εξασφαλίζουμε την ατέρμονα ζωή Του.
Μ’ αυτή την έννοια ό Άνθρωπος φανερώνει το Θεό. Δοξάζει το Θεό.
Ωστόσο, υπάρχει Θεός σε Εκδήλωση, Θεός σε Αφάνεια, Θεός σε Απόρροια και Θεός σε Δόξα.
Τα ουράνια σώματα περιέχουν Θεό σε Αφάνεια, τα άλογα όντα Θεό σε Απόρροια και τα έλλογα Θεό σε Εκδήλωση, ενώ τα Θεία όντα, όσοι δηλαδή φτάνουν στη θέωση, και οι αγγελικές δυνάμεις Θεό σε Δόξα.
Αλλά και όλα αυτά τα δημιουργήματά Του δεν είναι πράγματι υπαρκτά. Είναι η φωταύγεια της Φωτιάς. Το αντικαθρέφτισμα του Πρότυπου. Γιατί κάθε εκδήλωση απέχει από την αμιγή Θεία Ιδέα, τη Θεία Μήτρα. Ό,τι προέρχεται από τον Εκδηλωμένο, συνέχεια ανανεώνεται, μεταλλάσσεται όπως τα κύτταρα που αποβάλλουμε. Μόνο στον Ανεκδήλωτο Θεό τα πάντα έχουν αιώνια ζωή.
Ο Κόσμος είναι, λοιπόν, το Σύμπαν στο οποίο ανήκουμε κι εμείς τώρα. Μα κι ο Άνθρωπος είναι το έλλογο Σύμπαν, γιατί υπάρχει κι αυτός σε διάφορες υποστάσεις μορφής, που μια από αυτές είναι κι ο άνθρωπος της Γης. Κάθε, κατά μέρος, άνθρωπος είναι σύμφωνης ποιότητας και κραδασμού με το ουράνιο σώμα, αόρατο ή μη, που του αναλογεί.
Έτσι ο Άνθρωπος είναι ο επιβάτης, περιηγητής του Κόσμου. Λέω επιβάτης κι όχι κάτοικος, γιατί δεν προορίζεται να ριζώσει για πάντα σε ορισμένο μήκος κύματος, διάσταση, αλλά να την επισκέπτεται ή να έρχεται σ’ επαφή μαζί της.
Νέλλη Θεοδώρου, ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Όποιος παραδέχεται πως ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο απεσταλμένος Υιός του Θεού, ο Θεός κατοικεί μέσα σ’ αυτόν και αυτός ζει ενωμένος με το Θεό. Κι εμείς γνωρίζουμε πια την αγάπη, που μας έχει ο Θεός κι εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας σ’ αυτήν.
Ο Θεός είναι αγάπη· κι όποιος ζει μέσα στην αγάπη, ζει μέσα στο Θεό, κι ο Θεός μέσα σ’ αυτόν. Έτσι καταλαβαίνουμε πως η αγάπη έχει ολοκληρωθεί μέσα μας: Όταν αντιμετωπίζουμε την ημέρα της κρίσεως με θάρρος. Γιατί κι εμείς ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο, όπως έζησε εκείνος. Όποιος αγαπάει δεν φοβάται. Η τέλεια αγάπη διώχνει το φόβο. Γιατί ο φόβος σχετίζεται με την τιμωρία κι όποιος φοβάται την τιμωρία, δείχνει πως δεν έχει φτάσει στην τέλεια αγάπη. Εμείς αγαπάμε το Θεό, γιατί εκείνος πρώτος μάς αγάπησε. Αν κάποιος πει «αγαπώ το Θεό», μισεί όμως τον αδερφό του, είναι ψεύτης. Γιατί, πραγματικά, αυτός που δεν αγαπάει τον αδερφό του, τον οποίο βλέπει, πώς μπορεί να αγαπάει το Θεό, τον οποίο δε βλέπει; Αυτή την εντολή μάς έδωσε ο Χριστός: Όποιος αγαπάει το Θεό πρέπει ν’ αγαπάει και τον αδερφό του.
Α΄ ΙΩΑΝΝΟΥ 4:15-21