ΤΟ ΦΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ ΟΦΘΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΦΩΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΡΕΟΝ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΤΟΜΟΣ Α΄ | Κεφάλαιο 167

Δὲν δύναταί τις νὰ κατανοήσῃ τὴν Ἀλήθειαν, ἂν μὴ διὰ τοῦ Φωτὸς τῆς Ἀληθείας πρότερον δὲν διαφωτισθῇ καὶ καταληφθῇ. Ἡ Ἀλήθεια, ἡ ἐκ τοῦ Θείου Λόγου ἐκπορευομένη καὶ πρὸς τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτῆς κατερχομένη, εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία διὰ τοῦ Φωτὸς αὐτῆς διανοίγει τοὺς κεκλεισμένους ὀφθαλμοὺς τῆς σαρκὸς καὶ διὰ τῆς Ἀκτινοβολίας αὐτοῦ μεταρσιοῖ καὶ μεταβάλλει αὐτοὺς εἰς πνευματικοὺς, διὰ νὰ δύνανται νὰ διακρίνωσι τὴν Ἀλήθειαν, τὴν ἐγκρυπτομένην εἰς τὰ πεδία τοῦ Ἀφθάρτου Πνευματικοῦ Κόσμου.

Τὸ Φῶς συμβολίζει τὴν Ἀλήθειαν, ἥτις ἐπιβασιλεύει ἐπὶ πάσης τῆς συλλήψεως καὶ ἰδέας. Τὸ Φῶς εἶναι ἡ Ἀκένωτος Πηγὴ τοῦ Θείου Κόσμου, ἡ ὁποία μεταλαμπαδεύεται ἐφ’ ἁπάσης Πνευματικής Ὀντότητος διὰ νὰ δύναται νὰ διακρίνῃ τὴν Ἀλήθειαν ἐκ τοῦ ψεύδους, τὴν ἀγνότητα ἀπὸ τὸν δόλον, τὴν ἀγαθότητα ἀπὸ τὴν πονηρίαν.

Τὸ Φῶς ὡς ἑκ τούτου συμβολίζει τὸν Ὑπέρτατον Νοῦν, τὴν Ἀνωτάτην Πνευματικὴν Ἀρχήν, τὸν φωτοβὸλον Πνευματικὸν Ἥλιον, ὅστις διὰ τῶν Ἀκτίνων Αὐτοῦ διαφωτίζει πᾶσαν πνευματικὴν ὀντότητα καὶ διαχέει τὸ Ἀνέσπερον Φῶς Του ἐφ’ ἁπάσης τῆς Οἰκουμένης.

Ὡς ἐκ τούτου τὸ σύμβολον τοῦτο εἶναι ἀπαραίτητον διὰ πᾶσαν τελείαν πνευματικὴν διάκρισιν, διότι διὰ τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Φωτὸς διαλύονται τὰ σκότη καὶ αἱ νεφέλαι, αἵτινες δυνατὸν νὰ περιβάλλωσι καὶ ἐπισκιάζωσι τὸ τοπεῖον τοῦ ἱσταμένου κάτωθεν αὐτῶν, διαλύονται καὶ ὁ κεκρυμμένος ὑπ’ αὐτῶν Ἥλιος ἀναφαίνεται καὶ πάλιν καὶ διασκορπίζει διὰ τῶν Ζειδώρων Αὐτοῦ ἀκτίνων τὰς φωτοσκιάσεις, αἱ ὁποῖαι περιβάλλουσι τὸν ἄνθρωπον καὶ δὲν ἐπιτρέπουν εἰς αὺτὸν νὰ διακρίνῃ εὐκρινῶς τὴν κεκρυμμένην καὶ ὑπὸ ἀχλύος αὐτῶν κεκαλυμμένην Ἀλήθειαν.

Οἱ ἅγιοι ζωγραφίζονται ἔχοντες τὴν κεφαλὴν αὐτῶν περιβεβλημένην ὑπὸ φωτοστεφάνου, τὸ ὁποῖον συμβολίζει τὴν ἐπ’ αὐτῆς φοίτησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν εἶναι, παρὰ τὸ Πνευματικὸν Θεῖον Φῶς, τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐκπηγάζον καὶ πρὸς τοὺς πνευματικοὺς φορεῖς ἐκπορευόμενον, ἵνα οὗτοι δι’ Αὐτοῦ ἀντιληφθῶσι μεταστάμενοι τὴν Θείαν Αὐτοῦ Αἴγλην, τὴν ἐκ τῆς Ἀληθείας ἐκπηγάζoυσαν.

Δὲν δύναταί τις νὰ κατανοήσῃ τὴν Ἀλήθειαν, ἂν μὴ διὰ τοῦ Φωτὸς τῆς Ἀληθείας πρότερον δὲν διαφωτισθῇ καὶ καταληφθῇ. Ἡ Ἀλήθεια, ἡ ἐκ τοῦ Θείου Λόγου ἐκπορευομένη καὶ πρὸς τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτῆς κατερχομένη, εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία διὰ τοῦ Φωτὸς αὐτῆς διανοίγει τοὺς κεκλεισμένους ὀφθαλμοὺς τῆς σαρκὸς καὶ διὰ τῆς Ἀκτινοβολίας αὐτοῦ μεταρσιοῖ καὶ μεταβάλλει αὐτοὺς εἰς πνευματικοὺς, διὰ νὰ δύνανται νὰ διακρίνωσι τὴν Ἀλήθειαν, τὴν ἐγκρυπτομένην εἰς τὰ πεδία τοῦ Ἀφθάρτου Πνευματικοῦ Κόσμου.

Συνεπῶς τὰ πνευματικὰ ὄργανα καὶ αἱ αἰσθήσεις αὐτῶν δὲν δύνανται οὔτε ν’ ἀντιληφθῶσιν, οὔτε νὰ διακρίνωσιν, ἀλλ’ οὔτε καὶ νὰ κατανοήσωσι τὰ ἐκτελούμενα ἐν τῷ Πνευματικῴ Κόσμῳ, ἐὰν δὲν μετασκευασθῶσι καὶ ἀποβάλωσι τὴν ὑλικὴν αὐτῶν σύνθεσιν.

Διὰ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὴ ἡ κατανόησις τῶν ἐνυπαρχόντων ἐν τῷ πνευματικῷ πεδίῳ, δέον τὰ αἰσθητήρια ὄργανα ν’ ἀποβάλωσι τὴν ὑλικήν αὐτῶν οὐσίαν καὶ νὰ ὁπλισθῶσι διὰ πνευματικῶν φορέων, δυναμένων νὰ συγκρατήσωσι τὴν παραγομένην ἐκ τοῦ Ὑπερτάτου Πνευματικοῦ Νοῦ πρὸς αὐτὰ ἀνάπαλσιν καὶ διάχυσιν, τὴν ὁποίαν νὰ προσδεχθῶσι καὶ ἐναποθέσωσιν ὡς λειτουργίαν τῶν μετουσιωθέντων ἀλλὰ κανονικῶς ἤδη ἐνεργούντων πνευματικῶν αὐτοῦ ὀργάνων.

Ὡς ἐκ τούτου ἡ διαφωτιστική ὑπὸ τοῦ Πνευματικοῦ Ἡλίου Φωτὸς πρὸς πᾶσαν πνευματικὴν ὀντότητα Δύναμις εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μεταβάλλει τὴν νεκρὰν ὕλην εἰς ζῶσαν τοιαύτην.

Τὸ Φῶς ὅθεν τοῦτο διαπνεόμενον καθίσταται ἡ Ἑστία, ἐξ ἧς Ἀκαύστως καὶ Ἀνεσπέρως διαχέεται διὰ τῶν ἐκλεκτῶν πνευματικῶν ἐκείνων ὄντων, τὰ ὁποῖα καθίστανται φορεῖς αὐτοῦ πρὸς ἀνεύρεσιν καὶ ἀνασκόπησιν τῆς πρὸς αὐτόν, ἀποκαλυπτομένης Ἀληθείας.

Καὶ τὸ φῶς τοῦ λύχνου, τοῦ κηροῦ ἢ παντὸς λλου φωτός, τὸ ὁποῖον προσφέρεται παρὰ τῶν ἐπιδιωκόντων τὴν σύνδεσιν αὐτῶν μετὰ Ἁγίων ἢ ἀγαθῶν πνευμάτων, δὲν εἶναι τι λλο, παρὰ μία συμβολικὴ προσφορά, διὰ ν καταδειχθῇ, ὅτι ὑφίσταται πλήρης κατανόησις τῆς συμβολιζομένης Ἀληθείας μεταξὺ τῆς ζωῆς τοῦ ἐκλιπόντος πνεύματος καὶ τῆς ἐνσάρκου τοιαύτης καὶ ὅτι δὲν ἔπαυσε νὰ ὑφίσταται μεταξὺ αὐτῶν, ὁ συνδετικὸς κρίκος, ὅστις εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ φῶς, ὡς πνευματικὸν ἢ τεχνικὸν καὶ ὑλικόν.

Τὸ Ἄσβεστον Φῶς παρέμεινεν πάντοτε ἀκοίμητον εἴτε εἰς τοὺς ναοὺς τῆς ἀρχαιότητος, εἴτε ἐν τῇ συμβολικῇ ἀναπαραστάσει τῶν θείων λατρειῶν, διότι ἡ καιομένη δὰς ἢ λυχνία ἐσυμβόλιζε πάντοτε τὸ Θεῖον Φῶς τοῦ Πνευματικοῦ Ἡλίου, Ὅστις διεφώτιζε καὶ θὰ ἐξακολουθῇ νὰ διαφωτίζῃ διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὰ πνευματικὰ ὄντα, ἑκάστη ἀκτὶς τοῦ ὁποίου μεταλαμπαδευομένη ἐν αὐτοῖς καθιστᾶ αὐτὰ φωτεινὰ ὡς τὸ ἐξ Αὐτοῦ ἐκπηγάζον Ἀΐδιον καὶ Ἀμετάβλητον Φῶς.